κατανοήσει

κατανοήσει
κατανόησις
observation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κατανοήσεϊ , κατανόησις
observation
fem dat sg (epic)
κατανόησις
observation
fem dat sg (attic ionic)
κατανοέω
observe well
aor subj act 3rd sg (epic)
κατανοέω
observe well
fut ind mid 2nd sg
κατανοέω
observe well
fut ind act 3rd sg
κατανοέω
observe well
aor subj act 3rd sg (epic)
κατανοέω
observe well
fut ind mid 2nd sg
κατανοέω
observe well
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ακατάληπτος — η, ο (Α ἀκατάληπτος, ον) εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος αρχ. 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει 2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει …   Dictionary of Greek

  • ακατανοησία — η [ακατανόητος] το να μην μπορεί κάποιος να κατανοήσει κάτι …   Dictionary of Greek

  • αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… …   Dictionary of Greek

  • αμβλύνους — ουν αυτός που έχει αμβλύ τον νου, που δυσκολεύεται να κατανοήσει ή να κρίνει κάτι, ο διανοητικά νωθρός, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + νους < νους. ΠΑΡ. αμβλύνοια] …   Dictionary of Greek

  • αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… …   Dictionary of Greek

  • ανεπινόητος — ἀνεπινόητος, ον (AM) αυτός που δεν είναι ικανός να κατανοήσει κάτι αρχ. 1. ο δυσνόητος 2. ο ακατανόητος …   Dictionary of Greek

  • αχώρετος — η, ο (AM ἀχώρητος, ον) [χωρώ] 1. εκείνος που δεν χωράει κάπου («κόσμος πολύς αχώρετος») ή δεν μπορεί να χωρέσει πουθενά, άπειρος («ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;» για την ενσάρκωση του Χριστού) 2. αυτός τον οποίο δεν χωράει ανθρώπινος… …   Dictionary of Greek

  • βαρύγνωμος — η, ο 1. βαρύθυμος, αγανακτισμένος 2. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης 3. αυτός που αργεί να κατανοήσει κάτι 4. το ουδ. ως ουσ. το βαρύγνωμο το παράπονο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”