αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ακατάληπτος — η, ο (Α ἀκατάληπτος, ον) εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος αρχ. 1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τόν κυριέψει 2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τόν πλησιάσει … Dictionary of Greek
ακατανοησία — η [ακατανόητος] το να μην μπορεί κάποιος να κατανοήσει κάτι … Dictionary of Greek
αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… … Dictionary of Greek
αμβλύνους — ουν αυτός που έχει αμβλύ τον νου, που δυσκολεύεται να κατανοήσει ή να κρίνει κάτι, ο διανοητικά νωθρός, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμβλύς + νους < νους. ΠΑΡ. αμβλύνοια] … Dictionary of Greek
αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… … Dictionary of Greek
ανεπινόητος — ἀνεπινόητος, ον (AM) αυτός που δεν είναι ικανός να κατανοήσει κάτι αρχ. 1. ο δυσνόητος 2. ο ακατανόητος … Dictionary of Greek
αχώρετος — η, ο (AM ἀχώρητος, ον) [χωρώ] 1. εκείνος που δεν χωράει κάπου («κόσμος πολύς αχώρετος») ή δεν μπορεί να χωρέσει πουθενά, άπειρος («ὁ ἀχώρητος παντὶ πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;» για την ενσάρκωση του Χριστού) 2. αυτός τον οποίο δεν χωράει ανθρώπινος… … Dictionary of Greek
βαρύγνωμος — η, ο 1. βαρύθυμος, αγανακτισμένος 2. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης 3. αυτός που αργεί να κατανοήσει κάτι 4. το ουδ. ως ουσ. το βαρύγνωμο το παράπονο … Dictionary of Greek